- συσσωμάτωση
- Ο τρόπος με τον οποίο τα σωματίδια που συνιστούν την ύλη είναι συναθροισμένα μεταξύ τους. Οι παράγοντες που προκαλούν τις διάφορες συσσωματώσεις και απ’ αυτές τις φυσικές ιδιότητες των σωμάτων (ελαστικότητα, συγκολλητικότητα, σκληρότητα, ιξώδες κλπ.) είναι οι δυνάμεις έλξης ή συνοχής μεταξύ των μορίων τους, οι οποίες και προσδιορίζουν την κατάταξη της ύλης στις τρεις κύριες καταστάσεις της: στερεά, υγρά και αέρια.
Σ’ ένα στερεό, οι δυνάμεις συνοχής έχουν τόση ένταση, ώστε να μην επιτρέπουν στο σώμα v’ αλλάξει σχήμα ή όγκο, χωρίς την παρεμβολή εξωτερικών ισχυρών μηχανικών μέσων. Σ’ ένα υγρό, οι δυνάμεις συνοχής έχουν μικρότερη ένταση, ώστε να είναι δυνατός ο προσδιορισμός του όγκου μιας ορισμένης μάζας υγρού αλλά όχι και το σχήμα του, γιατί το υγρό παίρνει το σχήμα του δοχείου που το περιέχει. Όταν λέμε «αεριόμορφα» σώματα, πρόκειται για αέρια ή ατμούς στα οποία οι δυνάμεις συνοχής είναι πολύ ασθενείς. Οι ουσίες αυτές τείνουν να καταλάβουν το σχήμα και τον όγκο του δοχείου όπου περιέχονται, όσο μεγάλο κι αν είναι αυτό. Όταν, όμως, γίνονται πειραματισμοί με περισσότερες απαιτήσεις, για τις ιδιότητες των ουσιών και μελετώνται πιο βαθιά οι μοριακές δομές τους, τότε η διάκριση μεταξύ των συσσωματώσεων δεν είναι τόσο παραστατική και σαφής. Ένα στερεό σώμα, είτε εμφανίζει είτε όχι ορισμένες κανονικότητες δομής, διακρίνεται γενικά σε κρυσταλλικό ή άμορφο. Στην περίπτωση των αερίων, με βάση την κινητική θεωρία, μπορούμε να προβλέψουμε τη συμπεριφορά και να μελετήσουμε τις ιδιότητές τους.
* * *η, Ν1. η συνένωση σε μία μάζα πολλών και μικρών τεμαχιδίων από μία ή περισσότερες ύλες2. (υφαντ.) κατασκευή πανιού από μη υφάνσιμες ίνες, οι οποίες αναμιγνύονται με συνδετικό υλικό και συμπιέζονται, ώστε να παραχθεί ένα λεπτό φύλλο3. μτφ. στενή συνεργασία ανθρώπων με κοινή ιδεολογία για κοινό σκοπό.[ΕΤΥΜΟΛ. < συσσωματώνω. Η λ., στον λόγιο τ. συσσωμάτωσις, μαρτυρείται από το 1822 στα Έγγραφα Ελληνικής Κυβερνήσεως].
Dictionary of Greek. 2013.